- παροπλίζομαι
- παροπλίζωdisarmpres ind mp 1st sgπαροπλίζωdisarmpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παροπλίζομαι — παροπλίζομαι, παροπλίστηκα, παροπλισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παροπλίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού 2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν τού αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και… … Dictionary of Greek